- απερίφραστος
- -η, -οεπίρρ. -α σαφής, κατηγορηματικός: Του είπε απερίφραστα πώς έχει η κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απερίφραστος — η, ο (Μ ἀπερίφραστος, ον) αυτός που διατυπώνεται ρητά και κατηγορηματικά, χωρίς περιφράσεις ή περιστροφές … Dictionary of Greek
ἀπεριφράστως — ἀπερίφραστος without circumlocution adverbial ἀπερίφραστος without circumlocution masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίφραστον — ἀπερίφραστος without circumlocution masc/fem acc sg ἀπερίφραστος without circumlocution neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαμάσητος — ἀδιαμάσητος, ον, (Α) [διαμασῶμαι] 1. (κατά λέξη) αυτός που δεν μασήθηκε 2. (με μτφ. σημ.) απερίφραστος, ντόμπρος … Dictionary of Greek
αμάσητος — και αμάσιγος η, ο (Α ἀμάσητος, ον) [μασῶ] αυτός που δεν μασήθηκε νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπορεί να μασηθεί 2. αυτός που δεν κατασπαταλήθηκε ή δεν μπορεί να δαπανηθεί (π. χ. περιουσία) 3. (για λόγια) σαφής, καθαρός, απερίφραστος … Dictionary of Greek
ανεπιφύλακτος — η, ο ο χωρίς επιφύλαξη ή περιορισμό, απερίφραστος, κατηγορηματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφυλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου (ψευδώνυμο «Φλόξ»)] … Dictionary of Greek
αυθέκαστος — αὐθέκαστος, ον (AM) απότομος, θρασύς, αυθάδης μσν. 1. αυθαίρετος 2. αυτάρκης αρχ. 1. όποιος λέει κάθε πράγμα με το πραγματικό του όνομα, ο ειλικρινής 2. (για λόγο) σαφής, απερίφραστος … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπόκειται στις αισθήσεις, αισθητός, απτός, σε αντιδιαστολή προς τον αφηρημένο 2. σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος 3. το ουδ. ως ουσ. το συγκεκριμένο (φιλοσ.) όρος που σημαίνει οντότητες, όπως λ.χ. πρόσωπα, υλικής… … Dictionary of Greek
ανεπιφύλακτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει επιφυλάξεις, δισταγμούς, απερίφραστος: Η υποστήριξή του προς εμένα συνεχίζεται ανεπιφύλακτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)